-
1 παρα-τρέφω
παρα-τρέφω (s. τρέφω), daneben od. dabei nähren, bes. von Hausthieren, Plut.; παρετρέφετο τῷ δεσπότῃ, Ath. VI, 211 f; mit einem verächtlichen Nebensinn, gleichsam unnützer Weise füttern, von Menschen, die die Kost nicht werth sind, Dem. 19, 200, ἐν χορηγίοις ἀλλοτρίοις ἐπὶ τῷ τριταγωνιστεῖν ἀγα-πητῶς παρατρεφόμενος; Sp., wie Liban. ὥςπερ κηφῆνες ζῶντες, ἐκ τῶν ἀλλοτρίων πόνων παρατρεφόμενοι; vgl. Menand. bei Ath. VI, 248 a.
-
2 διᾱκονέω
διᾱκονέω, ion. διηκονέω; ἐδιακόνουν, ἐδιακόνησα, δεδιακόνηκα, ἐδιακονήϑησαν Dem. 50, 2, δεδιακονημένοι 51, 7, nach Möris schlechtere Formen διηκόνουν, z. B. Matth. 411, auch Eur. Cycl. 406, δεδιηκόνηκα; dienen, bedienen, aufwarten; οὐδὲν διαφερόντως τῶν δούλων Plat. Legg. VII, 805 c; ὡς βλακικῶς δ. Ar. Av. 1323; δεσπότῃ Dem. 19, 69; τινὶ ὅτι ἂν δεηϑῇ, Her. 4, 154, d. i. einen Dienst leisten; τὰ τοιάδε ἡμῖν Plat. Polit. 290 a; αὐτῷ τοσαῦτα Anacr. 14, 17; μέϑυ ἐμοί 30, 6; καὶ ὑπηρετεῖν πάντα τὰ περὶ τὸν πόλεμον Plat. Rep. V, 466 e, verrichten; μηδὲν ἐπὶ δώροις Legg. XII, 955 d; – γάμους, ausrichten, anordnen, vom Koch, Posidipp. Ath. IX, 377 a; vgl. auch Men. Ath. VI, 245 c. – Med. sich selbst bedienen, ἑαυτῷ Soph. Phil. 287; vgl. Ar. Ach. 1017; Plat. Legg. VI, 763 a; auch = act., οἱ τὰ ἐρωτικὰ διακονούμενοι, Gehülfen in Liebessachen, Luc. merc. cond. 27; οἶνόν τινι χρυσίῳ, kredenzen, Asin. 53. διᾱκόνημα, τό, 1) Dienst; δουλικόν δ. Plat. Theaet. 175 e; Arist. Polit. 1, 7. – 2) = Hausgeräth; Ath. VI 274 b.
-
3 ἌΧΘομαι
ἌΧΘομαι ( ἄχϑος), eigtl. pass., fut. ἀχϑέσομαι Ar. Nubb. 852. 1432; Plat. Rep. X. 603 e, v. l. ἀχϑεσϑήσομαι; Hipp. mai. 292 e; nach den Atticisten unattisch ἀχϑεσϑήσομαι, Andoc. 3, 21; Plat. Gorg. 506 c; Xen. Cyr. 8, 4, 10; Aeschin. u. Folgde; aor. ἠχϑέσϑην; – 1) belastet, beschwert sein; νηῠς ἤχϑετο τοῖσι νέεσϑαι, ihr Schiff war zur Abfahrt befrachtet, Od. 15, 457; übertr., ἀχϑομένην ὀδύνῃσι, mit Schmerzen beladen, Il 5, 354; ἄχϑομαι ἕλκος, ich bin (in Beziehung auf) durch die Wunde belästigt, 5, 361; ἤχϑετο κῆρ, er empfand Schmerz im Herzen, 11, 274. 400; von Gemüthszuständen, sich belästigt fühlen, unwillig, betrübt sein über etwas, zürnen auf Einen, neben βαρέως φέρω Ar. Eccl. 174; Ggstz ἥδομαι Xen. Hell. 5, 2, 7; am gewöhnlichsten τινί, τοῖς παροῠσι, Soph. Phil. 970; τῇ πλάνῃ Her. 2, 103; τῷ δεσπότῃ Plat. Gorg. 510 d; τοῖς πρέσβεσι Ar. Ach. 62; οἱ μάλιστα τῷ Ἀλκιβιάδῃ ἀχϑόμενοι Thuc. 6, 28; τοῖς γεγενημένοις Xen. An. 7. 6, 10; ἐπί τινι; von Sachen, ἐπὶ τῷ φρονήματι Hell. 7, 1, 32, wie Mem. 2, 4. 3 u. oft Plut.; seltener ἐφ' ἑκάστου, Plat. Parm. 130 a; περί τινος Her. 8, 99; ὑπέρ τινος. sich in Jemandes Namen ärgern, Ar. Lys. 10; Plat. Apol. 23 e; mit acc., wie oben ἕλκος, so τοῦτο, ὅτι, Xen. An. 3, 2, 20, wozu noch ein partic. tritt, ἤχϑετο δαμναμένους. er betrübte sich, daß sie besiegt würden, Il. 13, 352; Ἀρίσταρχον στρατηγοῠντα Eupol. beim Schol. zu d. St.; τοιούτους κωμῳδουμένους Xen Ath. 2, 18; mit gen. abs., ἤχϑετο ἐκείνων πολεμούντων An. 1, 1. 8; ἄχϑομαι ἰδών, es ist mir unangenehm zu sehen, daß ich sehe, Soph. 671; ἄχϑομαι ἁμαρτάνων, ich ärgere mich, daß ich verfehle, Thuc. 1, 92; ἄχϑομαι εἰςιών Ar. Plut. 234; λάϑρα συγγινόμενοι Plat. Prot. 342 c; vgl. Xen. Cyr. 3, 3, 20; umgekehrt, οὐκ ἀχϑόμενοι πλανώμεϑα, nicht ungern, 1, 3, 5. Sonst folgen noch ὅτι, Ar. Plut. 899; Xen. Cyr. 3, 3, 13; εἰ, ἐάν, Xen. Cyr. 8, 4, 9; Eur. I. A. 1414. Erst Sp., wie Plut., haben auch den bloßen gen.
-
4 ῥᾳστώνη
ῥᾳστώνη, ἡ, ion. ῥῃστώνη, 1) Leichtigkeit, Ggstz χαλεπότης, Plat. Critia. 107 b; ῥᾳστώνῃ παραλαβεῖν, leicht, Epinom. 991 c, u. öfter; vgl. π ολλὴν ῥᾳστώνην λέγεις τῆς παιδοποιΐας ταῖς τῶν φυλάκων γυναιξίν, Rep. V, 460 d; ῥᾳστώνην οὕτω τῷ δεσπότῃ παρασκευάζει τῶν καμνόντων τῆς ἐπιμελείας, Legg. IV, 720 c; vgl. Isocr. 4, 36, ὥςτε καὶ τοῖς ὕστερον βουληϑεῖσιν ἀποικίσαι πολλὴν ῥᾳστώνην ἐποίησαν; Sp.; bes. Fertigkeit, Gewandtheit im Handeln, ῥ. ἐπιμελείας ϑεοῖς τῶν πάντων, Plat. Legg. X, 903 e, Anstelligkeit. Auch Gefälligkeit, Bereitwilligkeit, die Gabe, sich leicht in Anderer Wunsch, Willen zu fügen, ἐκ ῥῃστώνης τῆς Δημοκήδεος, aus Gefälligkeit gegen den Dem., Her. 3, 136; καὶ χάρις, Pol. 38, 3, 11. – 2) leichter, glücklicher Fortgang, Gedeihen, Glück, die Alten erkl. auch ἄδεια, was etwa auf Lys. 13, 85 paßt, ἔνοχος ὤν, ῥᾳστώνην τινὰ οἴεται αὑτῷ εἶναι, ῥᾳστώνην δοῦναί τινι τῶν ἀδικούντων, Dem. 24, 69; καὶ ἀσφάλεια, Pol. 17, 14, 15 u. öfter. – 3) Erleichterung od. Linderung des Schmerzes, πολλὴν ῥ. παρέχει, Xen. Mem. 3, 13, 5; Genesung von der Krankheit, καὶ μεταβολὴ τοῦ νοσήματος, Plut. Cat. min. 5; auch Erholung des Geistes von Anstrengung und Sorgen, u. übh. Muße, Ruhe, ἀνάπαυσις, VLL.; ἐκ τῶν πόνων, Plat. Legg. VI, 779 a; ὑπολειπόμενόν που διὰ ῥᾳστώνην, um sich zu erholen, od. aus Lässigkeit, Xen. An. 5, 8, 16; ῥᾳστώνην τινὰ ζητεῖν τοὺς ἔχοντάς τι δυςτύχημα, Lys. 24, 10; auch tadelnd, Unthätigkeit, Thuc. 1, 120; ἡ καϑ' ἡμέραν ῥᾳστώνη καὶ ῥᾳϑυμία, Dem. 10, 7; καὶ σχολή, 18, 45.
См. также в других словарях:
δεσπότη — δεσπότης master masc voc sg δεσποτέω to be despotically ruled pres imperat act 2nd sg (doric aeolic) δεσποτέω to be despotically ruled imperf ind act 3rd sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δεσπότῃ — δεσπότης master masc dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δεσπότηι — δεσπότῃ , δεσπότης master masc dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Παλαιολόγος — I Επώνυμο μεγάλης βυζαντινής οικογένειας από την οποία προέρχεται και η δυναστεία των Παλαιολόγων. Πολλά μέλη της έπαιξαν σημαντικό ρόλο στην ιστορική πορεία της αυτοκρατορίας. Από αυτά γνωστότερα είναι: 1. Νικηφόρος. Στρατηγός και υπέρτιμος.… … Dictionary of Greek
Μιστράς — I Βυζαντινή πολιτεία της Πελοποννήσου, έξι χιλιόμετρα ΒΔ της Σπάρτης, ερειπωμένη σήμερα, η οποία στάθηκε στο προσκήνιο της ιστορίας για δύο αιώνες και τα ερείπιά της αποτελούν πολύτιμη πηγή για τη γνώση της ιστορίας, της τέχνης και του πολιτισμού … Dictionary of Greek
Θεόδωρος — I Όνομα ιστορικών προσώπων της αρχαιότητας. 1. Θ. ο Σάμιος (6ος αι. π.Χ.). Γλύπτης και αρχιτέκτονας, γιος του Τηλεκλή. Επινόησε διάφορα όργανα και μαζί με τον Ροίκο επινόησαν την κατασκευή χυτών ορειχάλκινων αγαλμάτων. Έλαβε μέρος στην οικοδόμηση … Dictionary of Greek
Άννα — I Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Αδελφή της Διδούς, της ερωμένης του Αινεία. Προσπάθησε να τον πείσει να μην εγκαταλείψει την αδελφή της και, όταν αυτός έφυγε (υπακούοντας στις θεϊκές εντολές), η Διδώ αυτοκτόνησε από τη λύπη της. Σύμφωνα πάντως… … Dictionary of Greek
Πετραλείφας — Επώνυμο περίφημης οικογένειας του Βυζαντίου, που έδρασε από τον 11o μέχρι τον 13o αι. Πρώτος της οικογένειας αυτής αναφέρεται ο Πέτρος ντ’ Άλφια, από τη γαλλική Νορμανδία, ο οποίος το 1081 ακολούθησε τον ηγεμόνα των Νορμανδών της Κάτω Ιταλίας… … Dictionary of Greek
δεσποτικός — ή, ό (AM δεσποτικός, ή, όν) [δεσπότης] Ι. 1. αυτός που ανήκει, αναφέρεται ή ταιριάζει σε δεσπότη, σε κυρίαρχο 2. απολυταρχικός, τυραννικός μσν. νεοελλ. 1. αφιερωμένος στον Δεσπότη, στον Χριστό («δεσποτικές εορτές») 2. το ουδ. ως ουσ. το δεσποτικό … Dictionary of Greek
Ερρίκος — I (Enrico, 1174 – 1216). Λατίνος αυτοκράτορας της Κωνσταντινούπολης (1205 16). Πήρε μέρος στην Δ’ Σταυροφορία (1201) και στην πολιορκία της Κωνσταντινούπολης (1204). Ανακηρύχθηκε αντιβασιλιάς το 1205, όταν ο αυτοκράτορας αδελφός του, Βαλδουίνος… … Dictionary of Greek
Δημήτριος — I Όνομα δύο βασιλιάδων της Μακεδονίας. 1. Δ. Α’ ο Πολιορκητής. Βλ. λ. Δημήτριος ο Πολιορκητής. 2. Δ. Β’, ο αποκαλούμενος Αιτωλικός (275 – 229 π.Χ.). Βασι λιάς της Μακεδονίας (239 229 π.Χ.). Ήταν γιος του Αντίγονου Γονατά, τον οποίο διαδέχτηκε… … Dictionary of Greek